απόκοτος

απόκοτος
-η, -ο (Μ ἀπόκοτος, -η, -ον)
Ι. τολμηρός, ριψοκίνδυνος
νεοελλ.
1. θρασύς, ελευθερόστομος
2. δραστήριος, γρήγορος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. το θάρρος, η παλληκαριά
II. επίρρ. ἀπόκοτα
μσν.- νεοελλ.
χωρίς δισταγμό, με θάρρος
νεοελλ.
γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < απο-* + αρχ. κότος «οργή» ή < απο-* + μσν. κότ(τ)ος («κύβος») > κοτ(τ)ώ «κυβεύω, διακυβεύω, διακινδυνεύω, τολμώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • απόκοτος, -η — ο παράτολμος, θρασύς: Δεν πίστευα πως θα δειχνόταν τόσο απόκοτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποκοτιά — η (Α ἀποκοτιά) τόλμη, θάρρος νεοελλ. θρασύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποκοτώ ή < απόκοτος] …   Dictionary of Greek

  • αποκοτώ — κ. άω (Μ ἀποκοτῶ, άω) [απόκοτος] 1. τολμώ 2. αποτολμώ, επιχειρώ …   Dictionary of Greek

  • απόκοτα — επίρρ. βλ. απόκοτος …   Dictionary of Greek

  • κότος — κότος, ὁ (Α) διαρκής οργή, έχθρα, μίσος, μνησικακία («ὅ τοι κότον ἔνθετο θυμῷ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε θέμα κοτεσ ουδ. ουσ. (*κότος, το), πρβλ. κοτέσ σασθαι (αόρ. τού κοτέω), οπότε συνδέεται με κελτικές και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”